-
1 τοξικη
ἡ (sc. τέχνη) искусство стрельбы из лука Xen., Plat. -
2 τοξική
-
3 τοξικῇ
-
4 τοξική
τοξικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 τοξικός
τοξικός, zum Bogen u. Pfeil gehörig, zum Bogenschießen, Bogenschützen gehörig; ϑῶμιγξ, Aesch. Pers. 452; ἡ τοξική, sc. τέχνη, die Kunst mit dem Bogen zu schießen, Plat. Legg. VII, 804 c Lach. 198 b u. öfter; auch ohne Artikel, Xen. An. 1, 9, 6; τοξικώτατος, sehr geschickt im Schießen mit dem Bogen, Xen. Cyr. 6, 2, 4; – τὸ τοξικόν, sc. φάρμακον, das Gift, womit man die Pfeile bestrich. – Auch als Collectivum = οἱ τοξόται, D. C. 36, 30.
-
6 ἀκρο-βολισμός
ἀκρο-βολισμός, ὁ, dasselbe; Plat. vbdt τοξικὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἀκρ. Legg. VII, 804 c; Xen. neben προςβολὰς ποιεῖσϑαι Hell. 1, 3, 14. Uebertr. Luc. Iup. Trag. 33, we darauf folgt πόῤῥωϑεν λοιδορούμενοι; Abd. 3 vbdt er ἀρχὴ καὶ ἀπειλὴ καὶ ἀκρ., Vorspiel.
-
7 ῥῖψις
ῥῖψις, ἡ, das Werfen, Schleudern, τοξική Plat. Legg. VII, 813 d; das Herabschleudern, Ἡφαίστου ῥίψεις ὑπὸ πατρός, Rep. II, 378 d; καὶ πτῶσις, Plut. Lys. 12; ὀμμάτων, Sull. 35; – ῥίψις ist falsche Accentuation.
-
8 ακοντισις
-
9 θωμιγξ
- ιγγος ἥ1) шнур, веревка, жгутστέφανος θώμιγγος Her. — венок из жгута
2) (тж. θ. τοξική Aesch.) тетива Aesch. -
10 τοξικήι
-
11 τοξικῆι
-
12 στολή
II equipment in clothes, raiment, ib. 192; σχῆμα Ἑλλάδος ς. S.Ph. 224, cf. E.Heracl. 130;ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80
;σ. ἱππική Ar.Ec. 846
;Σκυθική Hdt.4.78
; ;Μηδική X.Cyr.8.1.40
; , cf. 92; ;στολὴν ἔχειν ἢν ἂμ βούληται SIG1003.14
(Priene, ii B.C.): metaph. of birds,σ. πτερῶν Ach.Tat.1.15
. -
13 τοξικός
A of or for the bow, τ. θῶμιγξ, ἄτρακτος, A.Pers. 460, Fr. 139; τ. στολή an archer's equipment, Pl.Lg. 833b; τ. κάλαμος a kind of Cretan reed used for arrows, Thphr.HP4.11.11.II of persons, skilled in the use of the bow, [ Πάνδαρος] Plu.2.405b;τοξικώτατοι X.Cyr.6.2.4
.III τὸ -κόν, collectively, the bowmen, for οἱ τοξόται, Ar.Lys. 462, D.C.36.47;πηλίκα τοξικὰ ἔχουσι; Mim.Oxy.413.198
.2 τ. φάρμακον poison for smearing arrows with, Arist.Mir. 837a13, BGU 21 ii 14 (iv A. D.), Orib.Fr.126:τὸ τ. Str.3.4.18
, Dsc.1.106, Ael.NA9.15: pl., Dsc.2.79.b = venenum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξικός
-
14 τοξοσύνη
τοξο-σύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοξοσύνη
-
15 ῥῖψις
2 pl., glances,ῥίψεις ὀμμάτων Plu.Sull.35
; but ῥῖψις ὄμματος drooping of eyelid, read by Gal. (17 (1).895) for ἔρριψις in Hp.Epid.6.1.5.II being thrown or hurled, ;ῥ. καὶ πτῶσις οὐρανίων σωμάτων Plu.Lys.12
; throwing oneself,ῥίψεις ἐπὶ πρόσωπον Id.2.166a
. -
16 τοξικός
τοξικός, zum Bogen u. Pfeil gehörig, zum Bogenschießen, Bogenschützen gehörig; ἡ τοξική, sc. τέχνη, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; τοξικώτατος, sehr geschickt im Schießen mit dem Bogen; τὸ τοξικόν, sc. φάρμακον, das Gift, womit man die Pfeile bestrich
См. также в других словарях:
τοξικῇ — τοξικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξική — τοξικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικῆι — τοξικῇ , τοξικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… … Dictionary of Greek
ARQUERIA seu ARCHERIA — ARQUERIA, seu ARCHERIA apud recentioris aevi Scriptores, fenestricula oblongior et strictior, in urbium et castrorum muris, per quam sagittarii, velbalistärii sagittas suas aut tela in obsidentes emittebant. Τοξικὴ Harmenopulo l. 2. tit. 4. §. 47 … Hofmann J. Lexicon universale
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
κικούτα — (Cicuta). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των σκιαδομόρφων (δικοτυλήδονα). Το κυριότερο είδος του είναι η κ. η τοξική, η οποία αυτοφύεται σε υγρούς τόπους της Ηπείρου. Είναι δηλητηριώδες φυτό, μοιάζει με τον μαϊντανό –με τον οποίο… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek